- νησίδια
- νησίδιονisletneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ορμόνες — Ουσίες που επεξεργάζεται ο ζωικός οργανισμός και οι οποίες όταν εισέρχονται στην αιματική κυκλοφορία μεταφέρονται στα διάφορα όργανα για να διεγείρουν τη λειτουργία τους· οι ο. προορίζονται πράγματι για να ρυθμίζουν την ισορροπία μεταξύ των… … Dictionary of Greek
Hemeroscopio — Dianio Emporio de la Antigua Grecia Datos generales Habitantes griegos de Focea, romanos Idioma … Wikipedia Español
κυάνεος — κυάνεος, έα, ον (AM) [κύανος] βλ. κυανός αρχ. (το θηλ. πληθ. ως κύριο όν.) αἱ Κυάνεαι (ενν. νῆσοι ή πέτραι) οι Συμπληγάδες («αἱ δὲ Κυάνεαι πρὸς τῷ στόματι τοῡ Πόντου εἰσὶ δύο νησίδια», Στράβ.) … Dictionary of Greek
νησίδιο — το (Α νησίδιον) [νήσος] (υποκορ. τού νήσος) νησίδα, νησάκι νεοελλ. 1. μεγάλος βράχος που εξέχει από την επιφάνεια τής θάλασσας 2. ανατ. σωμάτιο ή σύνολο κυττάρων με ειδική λειτουργία μέσα στον οργανισμό 3. φρ. «νησίδια τού Λάνγκερχανς» (ανατ.… … Dictionary of Greek